ωμιαίος

ωμιαίος
-α, -ο / ὠμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός
νεοελλ.
φρ. «ωμιαία ζώνη»
ανατ. η ωμική ζώνη
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία
πιθ. ο δελτοειδής μυς
2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» — η κεφαλική φλέβα τού βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωμίδιος — ία, ον, Α ωμιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμικός — (I) ή, ό, Ν [ώμος] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος») 2. φρ. «ωμική ζώνη» ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω. (II) ή, ό, Ν 1. φυσ. (για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”